Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ ἑαυτοῦ

См. также в других словарях:

  • εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …   Dictionary of Greek

  • σεαυτού — και σαυτού, ής / σεαυτοῡ και σαυτοῡ, ῆς, ΝΑ, και ιων. τ. σεωυτοῡ και στον Όμ. σοῡ αὐτοῡ Α (αυτοπαθής αντων. β εν. προσ. μόνο στις πλάγιες πτώσεις) 1. εσένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού σου 2. φρ. α) «γνώθι σαυτόν» γνώρισε τον εαυτό σου, μάθε… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… …   Dictionary of Greek

  • αυτοφαής — και αυτοφανής αὐτοφαής, ές και αὐτοφανής, ές (Α) αφ εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο + φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο + φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • φιντεϊσμός — και φιδεϊσμός, ο, Ν 1. (φιλοσ.) ιρασιοναλιοτική φιλοσοφική αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην πίστη έναντι τής επιστήμης ή θέτει στο ίδιο επίπεδο την πίστη και την επιστήμη 2. θεολ. ιρασιοναλιοτική αντίληψη κατά την οποία η πίστη εξαρτάται… …   Dictionary of Greek

  • ξανακάνω — και ξανακάμνω (Μ ξανακά[μ]νω) κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ νεοελλ. μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα τού Κρητικού μεγάλη οπού τόν εξανάκαμε τής μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»